Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

  "ΑΚΡΟΒΑΤΩΝΤΑΣ  ΑΝΑΜΕΣΑ  ΣΕ  ΔΥΟ  ΚΟΣΜΟΥΣ..."

(Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τη ζωή...)

Λίγα λόγια...

Το παραμύθι που διαβάζετε, δεν είναι μόνο μια Ιστορία. Είναι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι ανάμεσα στους κόσμους της φαντασίας και της πραγματικότητας, της μοναξιάς και της αγάπης, της απώλειας και της επανασύνδεσης.

Ο μικρός Ιάσονας ίσως να είμαστε όλοι εμείς, σε κάποια φάση της ζωής μας.

Εύχομαι αυτή η ιστορία να σας αγγίξει, να σας θυμίσει πόσο σημαντικό είναι να μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε και πόση δύναμη κρύβουμε μέσα μας.

Με αγάπη

Ελπίδα Αγάπη


ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ

Κάποτε, σε μια ήσυχη γωνιά του κόσμου, γεννήθηκε ένα παιδί με λακκάκια στα δυο του μάγουλα και σγουρά μαύρα μαλλιά. Το ονόμασαν  Ιάσονα. Από την πρώτη του ανάσα, κάτι στον τρόπο που κοιτούσε τον κόσμο φανέρωνε πως δεν ήταν ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα. Δεν έκλαιγε πολύ, ούτε φώναζε. Παρατηρούσε.

Με μάτια διάπλατα, ακολουθούσε τις σκιές στους τοίχους, το τρεμόπαιγμα του φωτός, το χαμόγελο της μαμάς του, τις φωνές των δύο αδελφών του.

Ήταν σαν να μάζευε εικόνες, λέξεις, ήχους και να τους φύλαγε σ’ένα μυστικό κουτί μέσα του.

 



Αγάπησε τα βιβλία πριν ακόμα μάθει να διαβάζει. Χανόταν στις σελίδες, σαν να ταξίδευε σε τόπους μακρινούς. Οι άλλοι έπαιζαν με μπάλες και αυτοκινητάκια. Ο Ιάσονας έπαιζε με φανταστικούς ήρωες και μαγικά ξόρκια.

 

Ήταν ήσυχος, μα όχι αδιάφορος. Παρατηρητικός, ευαίσθητος, και γεμάτος περιέργεια για τον κόσμο. Και ο κόσμος… του φαινόταν τεράστιος. Όσο μεγάλωνε όμως, μια άλλη πόρτα άνοιξε μπροστά του – μια πόρτα που οδηγούσε σε έναν δεύτερο κόσμο. Ψηφιακό. Γοητευτικό.

 

ΤΟ ΔΩΡΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΜΑΓΕΥΕΙ

Στα  δέκατα γενέθλιά του, ο Ιάσονας πήρε ένα δώρο που έμελλε να αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο.

Ένα μικρό, τετράγωνο κουτί, τυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί, περίμενε στο τραπέζι της κουζίνας.

Η μαμά, ο μπαμπάς και οι δύο αδελφές του, χαμογέλασαν!

«Χρόνια Πολλά, αγόρι μας!» είπαν με μια αγκαλιά.

 

Όταν το άνοιξε, έμεινε άφωνος. Ήταν η πρώτη του ηλεκτρονική κονσόλα.

 

Ένα παράθυρο προς έναν εντελώς νέο κόσμο.

Το βράδυ, μόλις όλοι κοιμήθηκαν, την έστησε μόνος του-σαν να το ήξερε ήδη. Άνοιξε την οθόνη. Πάτησε «ΕΝΑΡΞΗ».

Ξαφνικά, τα χρώματα, οι ήχοι, οι κινήσεις… Όλα τον τύλιξαν. Μπροστά του εμφανίστηκε ένας ήρωας με ξίφος φωτός, που έτρεχε σε μαγικά τοπία, πάλευε με δράκους, έσωζε συντρόφους.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένιωθε σαν να ήταν εκεί. Σαν να έπαιρνε ζωή από αυτό το παιχνίδι.

Η φαντασία του, που πάντα πετούσε μακριά, βρήκε τώρα ένα μέρος να ζήσει για τα καλά… πίσω από μια οθόνη…

 

 

 

Ο ΤΟΜΠΙ

Ο Τόμπι ήταν ένα μικρό, παιχνιδιάρικο σκυλάκι με καστανόξανθο τρίχωμα και μάτια γεμάτα ζωντάνια. Άνηκε στις μεγαλύτερες αδελφές του – εκείνες τον φρόντιζαν, του έδιναν λιχουδιές, του μιλούσαν σαν να ήταν παιδί.

Όμως ο Τόμπι, από την πρώτη στιγμή, είχε δείξει ιδιαίτερη αδυναμία στον Ιάσονα. Και ο Ιάσονας το ίδιο. Μαζί περνούσαν ώρες στον κήπο, κάτω από το δέντρο, παίζοντας κυνηγητό ή χαζεύοντας τα σύννεφα.

Ο Τόμπι, καταλάβαινε τα πάντα – πότε ο Ιάσονας ήταν χαρούμενος, πότε κουρασμένος, και κυρίως πότε ήθελε απλώς μια σιωπηλή συντροφιά.

Ήταν το μόνο πλάσμα που του μιλούσε με τα μάτια όταν εκείνος κλεινόταν στον εαυτό του. Και όταν αργότερα άρχισε να περνάει όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά στην οθόνη, ο Τόμπι ήταν εκεί…

Ξάπλωνε δίπλα του, κουλουριαζόταν στα πόδια του και τον περίμενε.

Κάποτε, ο Ιάσονας του έλεγε ιστορίες.

Τώρα ο Τόμπι ήταν εκείνος που του τις θύμιζε.

Ήταν ο μικρός του σύντροφος. Ίσως… Κάτι παραπάνω.

 

Η  ΑΛΛΑΓΗ

Σιγά σιγά, κάτι άρχισε να αλλάζει στον Ιάσονα. Δεν έγινε ξαφνικά, μα μέρα με τη μέρα.

Δεν είχε όρεξη να φάει μαζί με την οικογένεια.




Το φαγητό του έμενε μισοτελειωμένο στο πιάτο, ενώ εκείνος έσβηνε βιαστικά την οθόνη μόλις τον φώναζαν.

Οι οικογενειακές στιγμές, οι ιστορίες της μαμάς, τα πειράγματα των αδελφών του… όλα έμοιαζαν κουραστικά. Περιττά.

Ο Τόμπι καθόταν πλέον μόνος, κοιτάζοντάς τον με απορία. Δεν τον καλούσε πια για παιχνίδι, ούτε του χάιδευε τα αφτιά.

Τα βιβλία σκονίζονταν στο ράφι.

Δεν ήθελε να τα ξεφυλλίσει, ούτε να ταξιδέψει με το νου του.

Κι έτσι ο Ιάσονας άρχισε να ταξιδεύει σε δύο κόσμους: Έναν με βιβλία και ιστορίες… κι έναν άλλο, γεμάτο pixels, αποστολές και εντυπωσιακές νίκες.

Έναν κόσμο όπου μπορούσε να είναι όποιος ήθελε.

Ο ήλιος έξω έλαμπε, τα δέντρα άνθιζαν, αλλά ο Ιάσονας τραβούσε τις κουρτίνες.

Η φύση που κάποτε τον μάγευε, έγινε φόντο αδιάφορο.

Οι φίλοι του σταμάτησαν να τον καλούν για βόλτες και ποδήλατο. Εκείνος προτιμούσε τη σιγουριά της οθόνης.

Μια οθόνη που έγινε καθρέφτης. Και πίσω της … Ο Ιάσονας χανόταν σιγά σιγά…


ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Ο Ιάσονας δεν ήταν πια το ίδιο παιδί. Έβραζε μέσα του. Είχε νεύρα χωρίς λόγο, μιλούσε απότομα στη μαμά του, φώναζε στον Τόμπι όταν τον πλησίαζε. Τίποτα δεν του έφτανε, τίποτα δεν τον ευχαριστούσε. Ένιωθε μια θολή απογοήτευση που δεν ήξερε από πού ερχόταν.

Κι όταν έπεφτε το βράδυ, αντί για ξεκούραση, ερχόταν κάτι άλλο… Ήρθαν οι εφιάλτες.

 

Στην αρχή ήταν αόριστοι. Σκιές που γλιστρούσαν στους τοίχους. Μετά, έγιναν πιο έντονες. Οι ήρωες από τα παιχνίδια του άρχισαν να παίρνουν μορφή… αλλά αλλοιωμένη. Τα πρόσωπά τους σκοτεινά, τα μάτια τους άδεια.

Τον κοίταζαν και του μιλούσαν με φωνές σκληρές:




«Ξέχασες ποιος είσαι…»

«Μείνε μαζί μας…»

«Ο έξω κόσμος σε πρόδωσε…»

Μια νύχτα, είδε τον εαυτό του μπροστά σε έναν καθρέφτη. Μα δεν ήταν αυτός…

Ήταν μια φιγούρα χλωμή, με μάτια κουρασμένα και μια λάμψη που είχε σβήσει.

Ο καθρέφτης ράγισε και μέσα από τις ρωγμές ξεπήδησε μια μαύρη μορφή, χωρίς πρόσωπο – μόνο με φωνή.




«Ιάσονα… έχεις δύο κόσμους. Και σε κανέναν δεν ανήκεις πια.

 

Ξύπνησε φωνάζοντας. Ιδρωμένος. Ο Τόμπι είχε σκαρφαλώσει στο κρεβάτι και τον κοιτούσε.

Έξω, η αυγή μόλις ανέτελλε μα εκείνος ένιωθε σαν να είχε περάσει  μια νύχτα χωρίς τέλος.

Ήταν το πρώτο ταρακούνημα. Η πρώτη ρωγμή στη φυλακή της οθόνης.

 

ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ

Τις επόμενες μέρες, όλα έμοιαζαν ήσυχα. Αλλά ήταν μια περίεργη , βαριά σιωπή. Η μαμά δεν τον ρωτούσε πια κάθε τόσο πώς είναι. Μόνο του άφηνε φαγητό μέσα στο δωμάτιό του και άνοιγε λίγο τις κουρτίνες για να μπει φως.

Οι αδελφές του γελούσαν στην κουζίνα, αλλά εκείνος δεν ήξερε πια τι τις έκανε να γελούν. Δεν ήταν μέρος αυτού του γέλιου…

Οι φίλοι του είχαν σταματήσει να του χτυπούν την πόρτα. Δεν του έστελναν μηνύματα. Σαν να είχε σβήσει από τον κόσμο τους.

Μια μέρα κατέβηκε στην αυλή – σπάνιο για εκείνον πια. Ο Τόμπι ήταν εκεί, αλλά δεν ήρθε αμέσως κοντά του. Κι έπειτα έκανε κάτι που ο Ιάσονας δεν είχε ξαναδεί.

Έτρεξε στις αδελφές του. Πήγε στην αγκαλιά τους κι όχι σε εκείνον.


 



Κάτι μέσα του σκίρτησε. Ένας κόμπος  στάθηκε στο λαιμό του.

Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν άδεια. Και τότε κατάλαβε:

Είχε αφήσει να του φύγουν όλα αυτά που αγαπούσε. Το γέλιο, οι ιστορίες, ο Τόμπι, τα βιβλία, ο κόσμος γύρω του.

Όχι επειδή τα βαρέθηκε… αλλά επειδή τα είχε ξεχάσει.

Ήταν μόνος. Και δεν ήξερε πώς ακριβώς έγινε αυτό.

Μια φωνή από εκείνο το όνειρο ήρθε ξανά στ’ αφτιά του, σαν ψίθυρος:

«Δύο κόσμοι… κι εσύ πουθενά».

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΡΑΚΟΥΝΗΜΑ

Ένα απόγευμα, ενώ ο Ιάσονας έπαιζε τα ηλεκτρονικά του παιχνίδια, κλεισμένος στο δωμάτιό του, άκουγε φωνές από την κουζίνα, αλλιώτικες όμως . Όχι σαν τις άλλες φορές. Κάτι ήταν παράξενο. Δεν γελούσαν. Ψιθύριζαν.

Πλησίασε την πόρτα σιγά. Η φωνή της μεγάλης του αδελφής ράγισε: «Κουράστηκε πολύ τελευταία… Δεν  είναι απλό. Πρέπει να ξεκουραστεί, να την προσέχουμε…»

Κι έπειτα … η φωνή της μαμάς του. Αδύναμη. Ήρεμη, αλλά κουρασμένη.

«Μη στεναχωριέστε… Θα το περάσουμε κι αυτό. Μαζί.»

Ο Ιάσονας πάγωσε. «Μαζί;»

Μα εκείνος δεν ήταν πια «μαζί» τους.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Θυμήθηκε τη μυρωδιά της μαμάς του όταν τον αγκάλιαζε μικρός. Τα παραμύθια που του διάβαζε. Τη ζεστασιά της φωνής της.

Πόσο καιρό είχε να τη δει πραγματικά; Να την κοιτάξει στα μάτια;

Το ίδιο βράδυ, ενώ καθόταν βουβός στο σκοτεινό δωμάτιό του, άκουσε έναν ήχο … αλλιώτικο.

Μια απαλή μελωδία, σαν από μουσικό κουτί. Και τότε, κάτι φώτισε στο δωμάτιο.

Ένα μικρό στρογγυλό φως, σαν αστέρι, έπλεε στον αέρα.




Ο Ιάσονας σηκώθηκε αργά. Το φως κινήθηκε, σαν να τον καλούσε. Το ακολούθησε και η οθόνη της κονσόλας άναψε μόνη της. Μα δεν έδειχνε παιχνίδι. Έδειχνε τον εαυτό του, μέσα σε ένα καθρέφτη, να τον κοιτάζει σαστισμένος…

Ήταν μικρός, γελαστός, κρατούσε ένα βιβλίο και ο Τόμπι ήταν δίπλα του.

Στο φόντο, η μαμά του, τού χαμογελούσε!


 

Το φως μεγάλωσε και από μέσα ξεπρόβαλε μια φιγούρα γυναικεία, διάφανη σαν σύννεφο.

Είχε μάτια γεμάτα άστρα και μια φωνή απαλή σαν άνεμος ανοιξιάτικος:

«Ιάσονα… έχεις ξεχάσει ποιος είσαι. Μα είναι καιρός να θυμηθείς. Η δύναμή σου είναι εκεί όπου κοιτάζεις με την καρδιά. Και η καρδιά σου δεν είναι πια εδώ μέσα…»


Ένα χρυσό κλειδί εμφανίστηκε στο χέρι της.

 

«Αυτό θα σε βοηθήσει να περάσεις πάλι στον κόσμο των αληθινών.

Εκεί που οι λέξεις έχουν μυρωδιές και τα δάκρυα γίνονται δύναμη».

 

Ο Ιάσονας ένιωσε ένα δάκρυ να κυλά. Ήταν έτοιμος να αλλάξει κι όχι επειδή του το είπε κάποιος, αλλά γιατί θυμήθηκε.

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ

Η φιγούρα άπλωσε το χέρι της και το χρυσό κλειδί βρέθηκε στην παλάμη του Ιάσονα, Ήταν ελαφρύ, αλλά η ζεστασιά του τον έκανε να νιώσει δυνατός και γεμάτος ελπίδα.

Η φιγούρα του χαμογέλασε για τελευταία φορά και με μια κίνηση του χεριού της, το φως άρχισε να λούζει το δωμάτιο.

Τις στιγμές που τον έπιασε ο πόνος και ο θυμός, άρχισαν να εξατμίζονται σαν καπνός.

Όταν ξαφνικά το φως άναψε τόσο έντονα που το δωμάτιο έγινε άχρωμο και διάφανο, ο Ιάσονας δεν είχε πια το δωμάτιό του γύρω του.

Αντί για αυτό, βρέθηκε σε έναν κόσμο γεμάτο φως και σκιές, έναν κόσμο πέρα από τη φαντασία του.

Το κλειδί αναβόσβησε και καθώς το έβαλε στην πόρτα, αυτή άνοιξε με μία γλυκιά μουσική.

Πέρασε και μέσα βρήκε έναν κόσμο γεμάτο φωτεινές φιγούρες, που χόρευαν γύρω του.

Μια άλλη φωνή ακούστηκε, αυτή τη φορά ήρεμη και γλυκιά:

«Εδώ είναι το μέρος όπου όλα τα όνειρα ζωντανεύουν.

Αλλά το πραγματικό ταξίδι δεν είναι μόνο η δύναμη, αλλά και η αγάπη και η συγχώρεση».

Ο Ιάσονας κοίταξε γύρω του και είδε τις μορφές των ανθρώπων που είχε ξεχάσει.

 Η μαμά του, ο μπαμπάς του, οι αδελφές του, ο Τόμπι, οι φίλοι του… όλοι τους ήταν εκεί. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο.



Η πραγματική του δύναμη ήταν να βρει τον δρόμο πίσω στην καρδιά του…

«Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε, ενώ το κλειδί φώτιζε το δρόμο του.

Ακολούθησε το μονοπάτι του κι εκεί είδε το πρώτο μαγικό εμπόδιο.

Μπροστά του,  εμφανίστηκε μια μεγάλη πόρτα, φτιαγμένη από ξύλο αλλά φωτεινές ακτίνες χόρευαν πάνω της.

« Για να περάσεις, πρέπει να θυμηθείς… Ποιος ήσουν πριν από τον θυμό και την απογοήτευση;»

Ο Ιάσονας έβαλε το χέρι του στην καρδιά του. Πριν τον θυμό, πριν την απομάκρυνση, ήξερε ποιος ήταν.

Ένα παιδί που αγαπούσε τη ζωή, τα βιβλία, τις ιστορίες, τα παιχνίδια, τον ήλιο και τη φύση.

 Ένα παιδί που γελούσε κι έκανε όνειρα με την οικογένειά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ

Μετά το πέρασμα της πρώτης πόρτας, ο Ιάσονας προχώρησε πιο βαθιά στον μαγικό κόσμο.

Η διαδρομή ήταν γεμάτη χρυσές σκιές αλλά καθώς συνέχιζε μα προχωρά, ο αέρας έγινε πιο βαρύς.

Κάθε βήμα του, ήταν σαν να τον βύθιζε σε κάτι σκοτεινότερο.

Ξαφνικά, μπροστά του εμφανίστηκε μια μεγάλη φιγούρα, που έκρυβε το μονοπάτι.

Όσο κι αν προσπαθούσε να την αποφύγει, εκείνη τον ακολουθούσε. Η φιγούρα έγινε όλο και μεγαλύτερη και πιο απειλητική.

 




Η φωνή από το χρυσό κλειδί ακούστηκε ξανά:

«Αυτή η σκιά είναι μέρος από εσένα. Είναι τα συναισθήματα που έχεις καταπιέσει.

Ο θυμός, η απογοήτευση, ο Φόβος.

Αν θέλεις να περάσεις, πρέπει να τα αντιμετωπίσεις.»

Ο Ιάσονας σταμάτησε. Είχε πάντα μέσα του φυλαγμένα αυτά τα συναισθήματα.

Θυμό για την απομάκρυνση από τους άλλους.

Απογοήτευση για τον εαυτό του λόγω της κατάστασης στην οποία είχε επέλθει.

Φόβο για το βάρος που ένιωθε να τον πνίγει.

Η φιγούρα μεγάλωσε κι άρχισε να μιλάει  με τη φωνή του ίδιου του του θυμού:

«Είναι δικό σου λάθος. Δεν θα σου το  συγχωρέσουν ποτέ! Δεν μπορείς να επιστρέψεις!»

Ο Ιάσονας νιώθει να βυθίζεται ακόμα πιο βαθιά στον εαυτό του…

Και τότε ένιωσε το χέρι του να σφίγγει το χρυσό κλειδί. Ένα μαγικό φως άστραψε αλλά αυτή τη φορά πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά του.

Άρχισε να θυμάται όλες τις στιγμές που ήθελε να είναι καλύτερος, να αγαπάει και να συγχωρεί.

Θυμήθηκε όλα τα μικρά πράγματα που είχε αφήσει πίσω του. Και την αγάπη για τη μαμά του, τον μπαμπά του, τις αδελφές του, τον Τόμπι και τους φίλους του…

Αυτό το φως έγινε πίστη στον εαυτό του.

«Δεν είμαι τέλειος, αλλά έχω τη δύναμη να διορθώσω ό,τι έχει πάει στραβά. Μπορώ να συγχωρέσω τον εαυτό μου και να αλλάξω. Να διορθώσω τα λάθη μου και να προχωρήσω.»

Η φιγούρα άρχισε να μικραίνει. Δεν είχε πια το ίδιο τρομακτικό μέγεθος. Η φωνή του Θυμού σώπασε και η φιγούρα διαλύθηκε με μία λάμψη.

Ο Ιάσονας πέρασε το εμπόδιο και τώρα νιώθει ελαφρύς, σαν να είχε αφήσει πίσω του ένα μεγάλο βάρος…

Η  ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Προχωρώντας πιο βαθιά στον κόσμο, ο Ιάσονας βρέθηκε σε μια ήρεμη λίμνη, όπου το νερό ήταν καθαρό και ακίνητο.

Εκεί, αντίκρισε το είδωλό του. Δεν ήταν μόνος πια.



Το είδωλό του τού χαμογελούσε, αλλά τα μάτια του ήταν γεμάτα ερωτήσεις. Έπρεπε να απαντήσει στα πιο δύσκολα ερωτήματα: Πώς αισθάνομαι; Ποιος είμαι;

 

Πρώτα τον τύλιξε ο Θυμός, έπειτα η απογοήτευση.

Κάθε συναίσθημα που είχε παραμερίσει άρχισε να αναδύεται στην επιφάνεια.

Αλλά δεν ήταν πια απειλητικά. Τώρα τα έβλεπε και τα κατανοούσε. Το να θυμώνει δεν τον έκανε κακό. Το να απογοητεύεται δεν τον έκανε αδύναμο.

Αυτά τα συναισθήματα ήταν φυσιολογικά αλλά δεν έπρεπε να τον ελέγχουν.

Αντί να τρέχει από αυτά, έπρεπε να τα αγκαλιάσει και να τα αφήσει να τον διδάξουν.

Ο Ιάσονας κάθισε δίπλα στην ήρεμη λίμνη κι άρχισε να συζητάει μα τα συναισθήματά του.

ΔΕΝ έπρεπε να τα κρύψει ή να τα διώξει πια. Έπρεπε να αναγνωρίσει τον πόνο του και να ζητήσει βοήθεια όταν το χρειάζεται.

 

Και τότε έφτασε η επίγνωση για τον Ιάσονα:

«Είμαι άνθρωπος και δεν πρέπει να φοβάμαι το σκοτάδι μου. Μέσα μου δεν υπάρχει μόνο σκοτάδι. Υπάρχει και φως. Είμαι όλο το φως και όλο το σκοτάδι. Και μόνο όταν αποδεχτώ και τα δύο , θα βρω τον αληθινό μου δρόμο.»

 

 

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Ο Ιάσονας είναι έτοιμος να γυρίσει πίσω. Το φως από το κλειδί, άρχισε να σβήνει σιγά σιγά καθώς το μονοπάτι μπροστά του αρχίζει και διαλύεται.

Η μυρωδιά του αέρα γύρω του έγινε ξανά οικεία. Τα χρώματα έγιναν πιο φωτεινά και ο ήλιος ζέσταινε πολύ!

Ο δρόμος τον οδήγησε στην πόρτα του σπιτιού του.



Αυτή τη φορά η πόρτα ήταν ανοιχτή, σαν να τον περίμεναν και ο αγαπημένος του σκύλος κουνούσε χαρούμενος την ουρά του!

Μπήκε μέσα και βρήκε την οικογένειά του συγκεντρωμένη στο σαλόνι, με τις αδελφές του να χαμογελούν και τη μαμά του να κάθεται με έναν ζεστό καφέ στα χέρια.

 Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, αλλά ο Ιάσονας ήξερε πως αυτός δεν ήταν πια ο ίδιος.

Η μαμά του τον κοίταξε με ένα ήρεμο βλέμμα και χαμογέλασε.

«Πώς πέρασες, παιδί μου;»

Ο Ιάσονας δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Τα μάτια του τα έλεγαν όλα.

Αντί να απαντήσει με λόγια, έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του, νιώθοντας την ασφάλεια και την αγάπη που πάντα υπήρχε γύρω του.

Η μαμά , τον κράτησε με αγάπη και για πρώτη φορά εδώ και καιρό, ο Ιάσονας ένιωσε πως ο κόσμος γύρω του ήταν ακριβώς εκεί που έπρεπε να είναι.

Οι αδελφές του ήρθαν κοντά και τον αγκάλιασαν κι αυτές. Όλη η οικογένεια, ξανά ενωμένη.

Η τρυφερή φωνή της μαμάς  του έσπασε τη σιωπή:

«Δεν είναι ποτέ αργά να βρεις τον δρόμο σου Ιάσονά μου. Η αγάπη μας είναι πάντα εδώ για σένα».

 

 

 

 

 

 

 

Η  ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Ο Ιάσονας, κάθισε στον κήπο του σπιτιού, παρατηρώντας τον ήλιο να δύει. Πλέον, μπορούσε να βλέπει με καθαρό μυαλό την ομορφιά της φύσης, την απλότητα των πραγμάτων γύρω του.

Δεν χρειαζόταν πια να δραπετεύει σε άλλους κόσμους ή να κλείνεται στον εαυτό του. Ήξερε πώς να συνδυάσει τη μαγεία της φαντασίας με τη δύναμη της πραγματικότητας.

Και με αυτή τη σκέψη, έβγαλε το χρυσό κλειδί από την τσέπη του και το έθαψε μέσα σε μία γλάστρα με κόκκινα τριαντάφυλλα.

Όσο κι αν ήταν μαγικό, πλέον είχε καταλάβει ότι το πιο σημαντικό ήταν να ζει με ισορροπία κι αληθινή σύνδεση με τους γύρω του.

Το μέλλον φάνταζε μπροστά του γεμάτο αγάπη, ισχυρούς δεσμούς και αμέτρητες μικρές στιγμές μαγείας.

Ο κόσμος του ήταν πλήρης και ισχυρός, καθώς μπορούσε να ζει και στα δύο του σύμπαντα. Να διαβάζει, να παίζει παιχνίδια, να ασχολείται με τον Τόμπι, να απολαμβάνει τη φύση και να αγαπά την οικογένειά του.

Η μαγεία δεν ήταν πια μόνο στους φανταστικούς κόσμους που επισκεπτόταν, αλλά στον ίδιο τον τρόπο που ζούσε τη ζωή του.

« Η αληθινή μαγεία», σκέφτηκε ο Ιάσονας, «είναι η ικανότητα να είσαι ευτυχισμένος και ισχυρός με τον εαυτό σου, σε όποιον κόσμο κι αν βρίσκεσαι».

 

Η ΕΝΩΣΗ




Ο Ιάσονας, καθισμένος στον κήπο με την οικογένειά του γύρω του, παρατήρησε το ηλιοβασίλεμα που χρωμάτιζε τον ουρανό. Όλοι μαζί, καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, μιλούσαν και γελούσαν. Η μαμά του, οι αδελφές του, ο Τόμπι και ο ίδιος, ένιωθαν σαν μια γροθιά μαζί!

Για πρώτη φορά ένιωσε πως δεν χρειαζόταν να διαλέξει ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Το μαγικό και το πραγματικό είχαν πλέον συγχωνευτεί. Το παιχνίδι, οι εφιάλτες, τα βιβλία, η φύση, όλα ήταν κομμάτια του κόσμου του.

Μπορούσε να απολαύσει το καθένα, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να τα απορρίψει ή να τα ξεχάσει.

Η μαμά του τον κοίταζε με υπερηφάνεια και ζεστασιά.

«Βλέπω πως έχεις βρει τον δρόμο σου, γλυκέ μου Ιάσονα», είπε με γλυκιά φωνή.

Ο Ιάσονας χαμογέλασε και απάντησε:

«Βρήκα τον δρόμο μου, αλλά μόνο γιατί ήσασταν πάντα εδώ για μένα».

Η αγάπη ήταν το κλειδί για να ενώσει τους δύο κόσμους του, τον πραγματικό και τον φανταστικό, το φως και το σκοτάδι, τον θυμό και την ηρεμία.

Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ο Ιάσονας δεν αισθανόταν ποτέ ξανά χαμένος ή διχασμένος. Η ένωση των δύο κόσμων, του μαγικού και του πραγματικού, του έδωσε τη δύναμη να ζει με ευτυχία και ισορροπία.

Ο Ιάσονας δεν φοβόταν πια το σκοτάδι. Ήξερε πως το φως ήταν μέσα του έτοιμο να λάμψει και να καθοδηγήσει την καρδιά του σε σωστά μονοπάτια.

Και στρέφοντας το βλέμμα του στην οικογένειά του είπε:

«Είμαστε μαζί. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό και μαγικό πράγμα απ’όλα!»

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΙΕΡΩΣΗ:

Αφιερωμένο…

…σε όλα τα παιδιά που νιώθουν χαμένα

…στους γονείς που δίνουν φως στα σκοτεινά δωμάτια

…στους πιστούς φίλους με ουρά

… σε κάθε παιδική ψυχή που ψάχνει τον δρόμο της ανάμεσα σε δύο κόσμους

…και στον γιο μου που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του συγκεκριμένου παραμυθιού.

ΕΛΠΙΔΑ   ΑΓΑΠΗ


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  ΒΑΣΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ «ΑΚΡΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ…»


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

Α’ – Β’ Δημοτικού

·        Ποιος είναι ο Ιάσονας; (Ζωγραφίζω τον ήρωα και γράφω μια πρόταση γι’αυτόν).

·        Πώς ένιωσε όταν απομακρύνθηκε από τις αδελφές του; (Κυκλώνω το σωστό: χαρούμενος – λυπημένος – μπερδεμένος)

·        Ποιον κόσμο αγαπά περισσότερο; (Ζωγραφίζω τον «πραγματικό» και τον «εικονικό» κόσμο).

 

 

Γ’ – Δ’ Δημοτικού

·        Ποια είναι τα μηνύματα του παραμυθιού; (Γράφω 2 – 3 προτάσεις)

·        Συζήτηση στην τάξη: Τι θα συμβούλευες εσύ τον Ιάσονα;

·        Παιχνίδι Ρόλων: Γίνομαι ο Ιάσονας και λέω τι νιώθω όταν χάνομαι στον ψηφιακό κόσμο.

 

 

Ε’- ΣΤ’ Δημοτικού

·        Γράφω μια επιστολή στον Ιάσονα. (Τι θα του έλεγες για να τον βοηθήσεις;)

·        Ομαδική Συζήτηση: Τι είναι «ισορροπία» ανάμεσα σε δύο κόσμους; Πώς μπορείς να την πετύχεις;

·        Δημιουργία κόμικ: Σχεδιάζω μια σκηνή όπου ο Ιάσονας ξαναβρίσκει τις σχέσεις του με την οικογένειά του.

 

 

 

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Αφορούν όλες τις τάξεις (διαφοροποίηση ανά επίπεδο)

·        Ζωγραφική ή κολαζ:

1.     Ο «πραγματικός» κόσμος του Ιάσονα (φίλοι, Τόμπι, οικογένεια).

2.     Ο «εικονικός» κόσμος (οθόνες, ηλεκτρονικά παιχνίδια, avatar).

3.     Η στιγμή της ισορροπίας

 

·        Κατασκευή «Ρολογιού Ισορροπίας»: (Ζωγραφίζουμε σε χαρτόνι ένα ρολόι και σημειώνουμε τις ώρες για παιχνίδι, διάβασμα, ύπνο, παρέα, τεχνολογία. Φτιάχνουμε το ιδανικό πρόγραμμα ισορροπίας!)

 

·        Σύγκριση  «πραγματικού» και «εικονικού» κόσμο

 Διπλώνω μια σελίδα στη μέση.

1.     Στη μία πλευρά ζωγραφίζω τον πραγματικό κόσμο του Ιάσονα.

2.     Στην άλλη πλευρά ζωγραφίζω τον εικονικό κόσμο του Ιάσονα.

3.     Γράφω 3 πλεονεκτήματα και 3 μειονεκτήματα για κάθε κόσμο.

 

 

 

 

 

  

ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ (Ε’ – ΣΤ’)

·        Πότε ένιωσα ότι χάνω τον εαυτό μου σε έναν από τους δύο κόσμους

·        Τι με βοηθάει να επανέλθω;

·        Ποιες είναι οι δικές μου δύο πλευρές που χρειάζονται ισορροπία;

 

 

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

·        Γράφω μια επιστολή από τον Ιάσονα προς τις αδελφές του. (Τι θα ήθελε να τους πει;  Πώς θα τους εξηγούσε τι ένιωθε τόσο καιρό;)

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΥΞΙΔΑ

Φτιάχνουμε μια «πυξίδα επιλογών» με 4 κατευθύνσεις:

·        Παιχνίδι

·        Οικογένεια

·        Φίλοι

·        Οθόνες

Κάθε παιδί αποφασίζει πού θέλει να κατευθυνθεί περισσότερο και γιατί.

 

 

 

  

΄΄ ΗΜΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΟΘΟΝΕΣ΄΄

Οργανώνουμε μία ημέρα όπου τα παιδιά προτείνουν δραστηριότητες χωρίς ηλεκτρονικές συσκευές.

Μπορούν να γράψουν ή να ζωγραφίσουν τι έκαναν και πώς ένιωσαν.

Μπορεί να γίνει συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.

 

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΚΑΡΤΕΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ (Για όλες τις τάξεις)

Δίνουμε εικόνες/κάρτες στους/στις  μαθητές/τριες, με πρόσωπα που δείχνουν συναισθήματα.

Τα παιδιά διαλέγουν ποιο ταιριάζει στον Ιάσονα σε διαφορετικά σημεία της ιστορίας και εξηγούν.

 


«ΑΚΡΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ…»

Εύχομαι σε όλα τα παιδιά να βρίσκουν πάντα την ισορροπία στη ζωή τους και να μη χρειάζεται να ακροβατούν…

         Ελπίδα Αγάπη




 


 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                                       Η Γιορτή του Πατέρα Η Γιορτή του Πατέρα είναι μια όμορφη ευκαιρία να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη και...